- πολεμαίνετος
- πολεμ-αίνετος, ον,A famed in war, Lyr.Oxy.426.4.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
πολεμαίνετος — ον, Α ένδοξος στον πόλεμο. [ΕΤΥΜΟΛ. < πόλεμος + αἰνετός (< αἰνῶ «επαινώ, δοξάζω»)] … Dictionary of Greek
πολεμαίνετον — πολεμαίνετος famed in war masc/fem acc sg πολεμαίνετος famed in war neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμαινέτου — πολεμαίνετος famed in war masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πολεμαινέτῳ — πολεμαίνετος famed in war masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
πόλεμος — Ένοπλος αγώνας στον οποίο καταφεύγουν τα κράτη για να υπερασπίσουν τα δικαιώματα ή τα συμφέροντά τους, όταν τα ειρηνικά μέσα έχουν αποδειχτεί ανώφελα. Παρόμοια σύγκρουση μπορεί να γίνει και μεταξύ αντίθετων μερίδων του ίδιου λαού και τότε… … Dictionary of Greek